- παραγορέομαι
- παρᾱγορέομαι1 exhort
οὐλίῳ μιν ἐν Ἀρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.77
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐλίῳ μιν ἐν Ἀρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.77
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.